- κλονοειδῶς
- κλονοειδῶςtumultuouslyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλονοειδώς — κλονοειδῶς (Α) επίρρ. με κλονισμό, με ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *κλονοειδής < κλόνος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
κλόνος — ο (AM κλόνος) κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός* νεοελλ. ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο μσν. αρχ. 1. σύγχυση, ταραχή 2.… … Dictionary of Greek